Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

Κωστής Παλαμάς, "Ο δωδεκάλογος του γύφτου"




ΛΟΓΟΣ Ζ'
ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΚΑΚΑΒΑΣ
(αποσπάσματα)

– Γύφτε λαέ, άκουσέ µε· το πρωτόσταλτο είµαι
σηµάδι από την πλάση που θα’ρθεί,
κ’ ύστερα κι από ποιούς καιρούς και χρόνια πόσα!
Ένας εγώ, και ζω για χίλιους.
Γύφτε λαέ, άκουσέ µε, δε σου µίλησε
προφήτης σου ποτέ σαν τη δική µου γλώσσα.

Ποιός είναι αυτός που πύργους χτίζει στον αέρα
µε τη φωνή του κράχτη και µοιράζει µας
βασιλικά τα κάστρα, κι άπρεπων ελπίδων
ίσκιους µπροστά στα µάτια µας σαλεύει;
Είµαστ’ εµείς οι απάτριδοι κ’ οι αγιάτρευτοι·
Γιούχα και πάντα γιούχα των πατρίδων!

Είµαστ ’ εµείς οι αθάνατοι απολίτιστοι·
κ’ οι Πολιτείες ληµέρια των ακάθαρτων,
κ’ οι Πολιτείες ταµπούρια των κιοτήδων·
στη στρούγγα λυσσοµάνηµα και φαγωµός
λύκων, σκυλλιών, προβάτων και τσοπάνηδων.
Γιούχα και πάλε γιούχα των πατρίδων!

Η µάντρα είν’ ο αφίλιωτος οχτρός µας,
την πλατωσιά του κόσµου τη στενεύει,
στριγγλόχορτα φυτρώνουν και γοργόνια
βλαστοµανώντας κάτου από τον ίσκιο της·
του δολερού αναγάλλιασµα, τα µαραζώνει
τα ξεφτέρια του νου και της καρδιάς τ’αηδόνια.

Το κρίµα εκεί σκορπιός, ποτέ λιοντάρι·
και τον κακό τόνε µολεύει η µάντρα,
και βρέφος ο καλός που τον ποτίζει αφιόνι·
δουλεύτε τον ξανά τον κόσµο στη φωτιά,
και τα καλά του ξανανθίστε και τα κρίµατα,
χτυπώντας τον, µε το σφυρί και µε τ’αμµόνι.

(...)

Ο Νόµος, όταν απ’ τη γνώµη του σοφού
δε δίνεται σαν κάτι τι θεόσταλτο,
στραγγουλιστής και πνίχτης είναι ο νόµος·
πνοή του νόµου που τα πάντα κυβερνά,
µέσα µας είν’ εµάς ο νόµος, αητοµάτης·
Νόµος εµάς, νυχτόηµερα και πάντα, ο δρόµος.

Ποιός είσαι που µας σπρώχνεις προς το κάρφωµα
που ανάξιους θα µας έκανε να πίνουµε,
καθώς τώρα τον πίνουµε, τον ήλιο;
Η κούπα µας κρατιέται πάντα ολόγιοµη·
κι αν έχουµε πατρίδα, φτάνει αυτή ώς εκεί
που φτάνει και του ήλιου το βασίλειο.

Μες στου Εφταπόταµου φυτρώσαµε
την πλάση που όλη είν’ από τέρατα,
τέρατα και το φως και το σκοτάδι,
και στέκει ανάµεσό τους ο άνθρωπος
µε τη ζωή που τον πλακώνει σα βραχνάς,
µε τη ζωή, το στοιχειωµένο το λαγκάδι.

(...)

Εµείς γενιά του προύντζου και του σίδερου,
σα δουλεµένοι από το χέρι του πρωτόγυφτου
πατέρα των ανθρώπων Τυµπαλκάη·
µα τήνε πότισε τη ρίζα µας
κάποιο κρυφό φαρµακι κι αξεδιάλυτο,
κ’ η κατάρα µάς πήρε σαν τον Κάη.

Εµείς δε γονατίσαµε σκυφτοί
τα πόδια να φιλήσουµε του δυνατού,
σαν τα σκουλήκια που πατεί µας·
µα για ν’αντισταθεί µε το σπαθί,
βρέθηκε σαν πολύ στοχαστική,
και σαν πολύ ονειρόπλεχτη η ψυχή µας.

Μας ταπεινώσαν όλες οι ταπείνωσες·
µε την απόφαση την ήσυχη του ανέλπιδου
ρουφήσαµε όλους τους καηµούς κι όλους τους τρόµους,
στη χώρα που όλες οι ζωές σα φυτρωµένες,
φτερό την κάµαµε τη ρίζα µας, και φύγαµε
µακριά στα ολάνοιχτα προς τους µεγάλους δρόµους.

Με το γλίστρηµα φύγαµε των αγριόγατων,
και µε της νυχτερίδας το παράδερµα,
και µε τη γληγοράδα της ακρίδας,
και µε την καταφρόνια την ασώπαστη
για τις φωλιές, τα σπίτια και τα κάστρα.
Γιούχα και πάλε γιούχα της πατρίδας.

Κι από την Ίντια προς το Ιράν περάσαµε,
κ’ η Ταυρίδα µάς είδε να τραβήξουµε
πεζοδρόµοι µε τους πραµατευτάδες,
και τα κορµιά µας αψηφήσανε δαρµούς
βουνών, στεππών και ρουµανιών και πόταµων,
χαλάζια και χαµψίνια και βορριάδες.

Στου Μισιριού τους άµµους πιό βαθιά
τ’αφήσαµε τα χνάρια µας, ξαφνίστηκε
της Αφρικής η Σφίγγα και µας βλέπει
σαν κάτι πιο δυσκολοµάντευτο απ’ την όψη της·
από το Νείλο ώς τον Ευφράτη αστράψαµε
κι από τη Βεναρές ώς το Χαλέπι.

Κι από της Τραπεζούντας το καστέλι
της Μαυροθαλασσίτισσας απλώσαµε
κατά το Δούναβη, µας πήραν τα Μπαλκάνια,
στην Πόλη τα καράβια µάς αράξανε,
κ’ οι θρακιώτικοι κάµποι µάς δεχτήκανε
πρώτα πρώτα, δαρµένα καραβάνια.

Κι αν µας έλεγες: «Γύφτοι, θα γυρίσετε
στην πρώτη σας κοιτίδα την ξεχειλιστή
απ’ τη ζωή που δίχως µετρηµό διαβαίνει
και σύνορα δεν έχει, ανάκατα όλα της,
απ’ τα βουνά ώς τα χόρτα, όλα γιγάντικα,
κι όλα ένα ξάφνισµα σα να τα δένει,

η πρώτη σας πατρίδα σάς προσµένει εκεί
να σας δώσει τη δόξα την απάντεχη
πόδωκε σε σοφούς και ηρώους, ω σκηνίτες,
θρονιά µαxαραγιάδων να σας στήσει,
και να σας προσκυνήσει λωτοστέφανους
µε τους πανάγιους ασκητές και τους προφήτες».

Και τότε θα σου κράζαµε: «Δε θέλουµε,
το πανηγύρι µη χαλάς· γιορτάζουµε
το συντριµµό των αλυσίδων,
ό,τι κι αν είναι, από διαµάντια, ή από σίδερα·
οι τρανοί λυτρωµένοι είµαστ’ εµείς.
Γιούχα και πάντα γιούχα των πατρίδων!»

Κι αν πέσαµε σε πέσιµο πρωτάκουστο
και σε γκρεµό κατρακυλίσαµε
που πιο βαθύ καµιά φυλή δεν είδε ώς τώρα,
είναι γιατί µε των καιρών το πλήρωµα
όµοια βαθύ έν’ ανέβασµα µάς µέλλεται
προς ύψη ουρανοφόρα.

Το γένος το µοιρόγραφτο είµαστε
που θα σκοτώσει τις πατρίδες·
του κόσµου η Μάγια, η ακριβή του Βράµα,
θα υφάνει µε τα χέρια της, χαρά
κι ανθρώπων και θεών, το έργο της,
το πιο ξαφνιστικό της θάµα.

Όλος ο κόσµος, ένας κόσµος, γύφτος,
σε δόξας θρόνο απάνω, πλάστης,
µε το σφυρί του και µε το βιολί,
της αψεγάδιαστης Ιδέας· η πλάση
σε περιβόλι του Μαγιού ένα πανηγύρι,
και µια πατρίδα η Γη.

Κι ο κόσµος θα διαλέξει κάποιον Άτλαντα
ή κάποιον Άθω να σκαλίσει απάνω του,
µεγαλοφάνταστος τεχνίτης, το άγαλµά µας·
και θ’ανατείλει στ’ουρανού τα τρίσβαθα
πρωτόφαντο άστρο ξενοχάραγο,
κι ο κόσµος θα το πει µε τ’όνοµά µας!»





Από τη συλλογή «Ο δωδεκάλογος του γύφτου», 1907

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Γιώργος Σαραντάρης, "Πέντε ποιήματα"




ΝΑ ΚΟΙΜΑΣΑΙ ΝΗΣΤΙΚΟΣ...

Να κοιμάσαι νηστικός σε μια σοφίτα
Να είσαι ο τεμπέλης του σπιτιού
Να γίνεσαι σκουπίδι
Όταν ανοίγεται ένα λερωμένο στόμα
Θα σηκώσω το γιακά
Για να φύγω σαν ένας ληστής
Από το δικό μου σπίτι
Θα κοιμηθώ στους δρόμους
Για να νιώσω ολάκερη την πολιτεία
Να τουρτουρίζει μαζί μου
Στο παλτό μου έχω ένα λεκέ
Αλλά είναι καιρό που δεν τον βλέπω
Θα το ξαπλώσω χάμω
Και θα στρωθώ πάνω του
Να πιω λίγη βραδιά
Στη γωνιά του έρημου κήπου
Θα αιστανθώ τη σελήνη
Όπως δεν αιστάνθηκα τίποτε
Στη ζωή μου
Θα την αιστανθώ στα χείλη μου
Σαν ένα αχλάδι
Στα μάγουλα
Σαν άλλα μάγουλα

                                                   24.6.1937




ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΟΙΗΤΕΣ...

Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε
Σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα
Παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους
Τις γυναίκες, στα φιλιά του ανέμου
Και στη σκόνη του καιρού
Σημαίνει πως φοβούμαστε
Και η ζωή μας έγινε ξένη
Ο θάνατος βραχνάς

                                                   23.4.1938




ΚΟΙΜΗΘΗΚΑΜΕ ΜΕ ΣΤΟΜΑ ΑΝΟΙΧΤΟ...

Κοιμηθήκαμε με στόμα ανοιχτό. Κι ο Θεός έριξε τ’ αγκίστρι, και μας πήρε την ψυχή

                                                   27.6.1938




ΟΡΕΞΗ ΓΙΑ ΜΑΤΙΑ...

Όρεξη για μάτια έχουν οι κρίνοι

Ωραίες αρχοντοπούλες
Είχαν στη θάλασσα κυνήγι

Ποιος θα θερίσει τη θάλασσα
Θα βγάλει άσπρο χορτάρι
Τα νιάτα μας να θρέψει
Όχι με αφρό
Αλλά με στάρι αρμυρό;

Καλότυχη η θάλασσα μάς γνέφει
Τ’ απάνω της πουλιά σαν να την οδηγούν
Σαν να τη φέρνουν στην αγκαλιά τους
Ο αιθέρας είναι δρόμος ίσιος
Μέσα του ο καθένας περπατεί
Σαν μέσα στον ίσκιο του
Ή μέσα στον ύπνο του

Όποιος φέρνει τη θάλασσα στην αγκαλιά του
Είναι σαν να μην υποφέρει από βάρος
Είναι σαν να μη ντρέπεται που πηγαίνει με τον αγέρα
Είναι σαν να κρατάει ολάκερη τη γη μέσα στο βλέμμα
Να τραγουδάει μέσα στη νύχτα
Και να του γίνεται η νύχτα μητέρα
Να τραγουδάει μέσα στον ήλιο
Και να αγαπάει μια γυναίκα
Που τη νομίζει βρέφος
Να τραγουδάει μέσα στον άνεμο
Κ’ έτσι να χάνει και να κερδίζει τη φωνή του

                                                   18.12.1938




Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΘΡΥΜΜΑΤΙΣΤΗΚΕ...

Η θάλασσα θρυμματίστηκε σε αναρίθμητα κρύσταλλα
Τα μαζέψαμε και καβάλλα στον άνεμο ταξιδεύουμε
Τα ρίχνουμε όπου βλέπουμε γυναίκες να δέρνονται
Σα να στερήθηκαν τα παιδιά τους
Τότε ξαναγίνονται οι θάλασσες
Και άφταστη αθωότητα τις διακρίνει
Τότε εμείς οι άντρες πετάμε ψηλότερα στον ουρανό
Για να χορταίνουμε από μακριά το φέγγος
Ενώ οι γυναίκες αιώνια αφηγούνται στα μωρά
Τη γέννηση των θαλασσών

                                                   30.12.1938




Από το βιβλίο «ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ,
Γιατί τον είχαμε λησμονήσει…
Μια ανθολόγηση από το σύνολο του έργου του»,
Εισαγωγή-Επιμέλεια: Μ. Γ. ΜΕΡΑΚΛΗΣ
παραφερνάλια τυπωθήτω, Αθήνα 2002

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

Ανέστης Ευαγγέλου, "Αυτά"




Αυτά

Αυτά τα μάτια, έτσι καθώς
αδιόρατα σου χαμογελούν και σε ανακρίνουν
εισδύοντας από τις αφύλαχτες ρωγμές στα ενδότερα,
λάμποντας εκτυφλωτικά,
αυτά τα μάτια είναι μαγνήτες καταστροφικοί−
μια μέρα θα σε κάψουν.

Ετούτα τα μαλλιά, έτσι όπως
μέσα τους χάνεσαι μεθώντας απ’ την ευωδιά,
εισπνέοντας άπληστα, ως την τρέλα, το φαρμάκι τους,
και στο λαιμό σου τυλίγονται βαλσαμικά
και σε ναρκώνουν,
ετούτα τα μαλλιά είναι πλοκάμια−
μια μέρα θα σε πνίξουν.

Αυτά τα χέρια, έτσι καθώς
απαλά περπατούν επάνω στο κορμί σου
και τρυφερά σου κλείνουν μία μία τις πληγές,
αδιάκοπα, κιόλας, ταξιδεύοντας στον ύπνο σου, τυραννικά,
και καθώς κύμα πονετικό, της άνοιξης, σε νανουρίζουν−
θα ’ρθει μια μέρα που θα σε σκοτώσουν.

Αυτά τα μάτια, αυτά τα μαλλιά, κι αυτά τα χέρια.




Από τη συλλογή «Το διάλειμμα», (1976)
Επιλεγμένο από το βιβλίο: «Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος - Ανέστης Ευαγγέλου (Ο ποιητής, ο πεζογράφος, ο κριτικός)», εκδ. ΣΟΚΟΛΗ, 2006.
Περισσότερα ποιήματα του Ανέστη Ευαγγέλου στην διεύθυνση: http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=8467.msg62529#msg62529

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

Γιώργης Αγ. Κουτάντος, "Παράξενες μέρες"




Παράξενες μέρες

Ξημέρωσε...
Ο ήλιος όλο κι ανεβαίνει πιο ψηλά.
Από τη Δύση μαύρα σύννεφα κινήσανε,
ίσως απόψε σκοτεινιάσει μεσημέρι.
Δεν ξέρω τι που με φοβίζει, μα φοβάμαι
ποιος θα νικήσει, θα φανεί.

Ξάφνου, βοριάς...
ήρθε να διώξει τη βροχή,
μα φέρνει κρύο·
ο ήλιος, βασιλιάς θα συνεχίσει,
όμως το σούρουπο θα ’ρθει πιο παγερό.

Ήττα δεν είναι,
μα και νίκη δε λογιάζεται·
όλη η ζωή μου
τέτοιες μέρες σαν κι αυτή.




Από τη συλλογή «Δυτικά της νιότης», (αυτοέκδοση, 2013)

Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2015

Γιώργος Γκανέλης, "Δύο ποιήματα"




ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ

Ο άνεμος νόμιζε πως ήταν ποιητής
Κάρφωνε λέξεις στον ορίζοντα
Και τις απάγγελλε με τρεμάμενη φωνή.
Κάποιες έπεφταν στις στέγες των σπιτιών
Και καμιά φορά στα κεφάλια των ενοίκων.
Όταν έσκυβαν να τις μαζέψουν
Εκείνες άρχιζαν να τρέχουν
Και ζητούσαν βοήθεια απ’ τους περαστικούς.
Τις έπαιρνε ένα παιδί και τις πήγαινε στη μαμά του
Αυτή τις καθάριζε κι έτρωγε το ψαχνό
Τα φλούδια τα πετούσε στον κήπο.
Την άλλη μέρα φύτρωνε ένα δέντρο
Που έφτανε μέχρι τον ουρανό.
Ο άνεμος που νόμιζε πως ήταν ποιητής
Έκοβε τα κλαδιά και τα κάρφωνε στον ορίζοντα.

Κι εγώ που νόμιζα πως ήμουν δέντρο
Άρχιζα να διαβάζω ποιήματα με τρεμάμενη φωνή
Και να σκορπώ τα φύλλα μου στον άνεμο.




ΤΟ ΚΑΡΠΟΥΖΙ

Σήμερα έκοψα ένα καρπούζι στη μέση
Πέταξα τα σπόρια έξω απ’ το παράθυρο
Για να φυτρώσουν στρατιώτες στο δρόμο
Με το χυμό του έφτιαξα κόκκινες θάλασσες
Που ναυμαχούν όλοι οι ερωτευμένοι
Κάποιο πουλί με μεσαιωνική πανοπλία
Άρχισε να τσιμπολογά τις φλούδες.

Στο τέλος έμεινα με το μαχαίρι στο χέρι
Να το καρφώνω στην καρδιά του καύσωνα
Χωρίς νερό, σ’ ένα ακατοίκητο σπίτι
Ενώ ο δρόμος γέμισε από ηττημένους στρατιώτες
Η θάλασσα από νεκρούς εραστές
Κι η ζωή μου σαν πουλί αποδημητικό
Μετανάστευσε σε μεσαιωνική πόλη.

Ποιος το περίμενε πως με ένα καρπούζι
Θ’ αποκρυπτογραφούσα τον κόσμο;





O Γιώργος Γκανέλης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Είναι καθηγητής Φιλολογίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Ανάπηροι δρομείς» το 2012, «Ο σκοπευτής της μνήμης» το 2013 και «Χρεοκοπία ιδεών» το 2014, όλες από τις εκδόσεις Στοχαστής.

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Κώστας Μόντης, "Σπουδές, σχεδιάσματα κ' ημιτελή"





Αν λες πως εκπληρώθηκαν πια τα όνειρά σου
δεν είχες όνειρα.




Μα δεν καταλαβαίνετε ότι η Δευτέρα Παρουσία
διεξάγεται ήδη;




Δυστυχώς δεν έχει ακόμα αρθή
στο ύψος της η ζωή.




Η αφέντρα η ποίηση
που κάθεται στην τζαμαρία της και κυτάζει!




Και μόνο το γεγονός πως μόνοι, νομίζω, απ' όλα
δεν κλείνουμε τα μάτια όταν πεθάνουμε
είν' αρκετό για να μας κακοχαραχτηρίση.




Τι Βρεττανική αποικία είσαι αγαπητέ μου!




Φεύγουμε και δε φεύγουμε πιά,
μένουμε και δε μένουμε πιά,
είμαστε και δεν είμαστε πιά.




[ΧΡΙΣΤΟΣ]

Αν ήταν πραγματικά Απρίλης που αναστήθηκες, Κύριε,
δε νομίζω, μ' όλο το δέοντα σεβασμό, να δυσκολεύτηκες πολύ.




Εγώ σας λέω πως σκοπίμως Τον θέμε πανταχού παρόντα
για να Του τα φορτώνουμε όλα.




[ΠΟΙΗΣΗ]

Θα δούμε μετά ένα μήνα
αν πρέπει ν' αφαιρεθή αυτή η λέξη που μας μπέρδεψε,
θα δούμε μετά ένα χρόνο,
θα δούμε μετά δέκα χρόνια
αν πρέπει ν' αφαιρεθή αυτή η συλλαβή.





Οι "Σπουδές, σχεδιάσματα κ' ημιτελή", περιλαμβάνονται στον τόμο Άπαντα Α', Λευκωσία 1987.

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

B.S. Johnson, "Δύο ποιήματα", (μετάφραση - επίμετρο: Σοφία Γιοβάνογλου)




Η Διαδοχή Της Ζωής Διά Μέσου Του Γεωλογικού Χρόνου

Σ ένα σχετικά πρόσφατο σημείο
σ’ αυτό το παράξενο συνεχές
η ικανότητα του οίκτου
’ έναν τρόπο) αναπαράχθηκε:
οίκτος για το αντικείμενο του
οίκτου απ’ το αντικείμενο το ίδιο!

Αυτό έχει πάρα πολλή πλάκα
αν το σκεφτεί κανείς καλύτερα.




Όχι, δεν έχω

Αυτά τα στήθη που
αρεσκόσουν να ζυγίζεις
με τη χούφτα,
ζαρώνουν, βαθουλώνουν,
είναι πεσμένα
τώρα: Νομίζω πως
– μαζί με την παλιά
κενοδοξία 
θα κρεμάσουν
τόσο όσο.

Αυτές οι ρώγες
που έστεκαν κάποτε
ευχαριστημένες
στο πιο ανάλαφρο
πλησίασμα από
τα δάχτυλά σου
έχουν σιχαμερά, καφέ,
σημάδια τώρα,
αντιαισθητικά.

Αυτά τα άλλα
χείλη
η υγρή σου γλώσσα
τόσο μαγευτικά
στην πρώτη εύρεση,
εξερεύνησή τους,
στεγνά τώρα,
οδηγάνε στο
κενό,
σ’ ένα εξαντλημένο
άχρηστευμένο ορυχείο.

Η απάντησή τους:
Όχι, δεν έχω
ξαναπαντρευτεί.




Επίμετρο

Μπράιαν Στάνλευ Τζόνσον (Bryan Stanley Johnson, B.S. Johnson, 5 Φλεβάρη 1933 - 13 Νοέμβρη 1973): Βρετανός πειραματικός συγγραφέας, ποιητής, κινηματογραφιστής, κριτικός λογοτεχνίας, παραγωγός τηλεοπτικών εκπομπών, γεννημένος στο Λονδίνο. Το βιβλίο του “The Unfortunates” μπορούσε να διαβαστεί όχι με δύο, αλλά με 25 τρόπους, εφόσον, εκτός του πρώτου και του τελευταίου κεφαλαίου του, όλα τα άλλα μέρη του ήταν άδετα και ο αναγνώστης μπορούσε να τα διαβάσει με τη σειρά που ήθελε. Ο βιογράφος του, Jonathan Coe, το περιγράφει ως λησμονημένο αριστούργημα. Στα 40 αυτοκτόνησε, κόβοντας τις φλέβες του, αφού διαμήνυσε στον ατζέντη του ότι θα γίνει πολύ πιο διάσημος μετά το θάνατό του. Σήμερα το έργο του θεωρείται καλτ, ενώ το ενδιαφέρον γι’ αυτό έχει σημαντικά αναβιώσει. Τα δύο παραπάνω ποιήματα ανήκουν στη συλλογή του “Poems Two” (Λονδίνο: Trigram Press, 1972).

Πηγές:
http://en.wikipedia.org/wiki/B._S._Johnson
http://www.theguardian.com/books/booksblog/2014/oct/14/why-bs-johnson-suits-digital-age

Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

Αφροδίτη Λυμπέρη, "REC-VIE-M ή Η Τέχνη Της Ρέμβης"





Έκπτωτες προσδοκίες

                                           Θα φυσήξει απόψε.
                                           Δεν γίνεται αλλιώς.
                                           Τα φύλλα θέλουν από καιρό να πέσουν.
                                           Το ίδιο και το μαγιάτικο στεφάνι
                                           που ’χεις ακόμα στο μπαλκόνι σου.
                                           Το καπέλο του ξεχασμένου σκιάχτρου
                                           στους ρημαγμένους αγρούς.
                                           Οι υποσχέσεις σου
                                           για το προσεχές φθινόπωρο.
                                           Μια ενδεχόμενη νηνεμία
                                           θα ’ταν καταστροφική
                                           για τους λάτρεις των κυμάτων.
                                           Και για μένα
                                           που έφτιαξα αλεξίπτωτο
                                           με τα κουρέλια των εαρινών σου ήλιων.




Αφροδίτη

                                           Για να με αγγίξεις
                                           πρέπει να ξεγελάσεις τον δεσμώτη μου.
                                           Για να σε αγγίξω
                                           δούλοι προαιώνιοι
                                           να δουλέψουν υπερωρίες.
                                           Μονάχα κοίτα με λοιπόν.
                                           Και θαύμασε με.

                                           Έχει άλλη γλύκα
                                           το χάδι που δε δόθηκε.




Από τη συλλογή, "REC-VIE-M ή Η Τέχνη Της Ρέμβης", εκδ. Θράκα, 2013